- ἄγναφος
- ἄγναφοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγναφος — και φτος, η, ο (Α ἄγναφος, ον και ἄγναπτος, ον) [γνάπτω] (για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκε νεοελλ. 1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός … Dictionary of Greek
ἄγναφον — ἄγναφος masc/fem acc sg ἄγναφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνάφου — ἄγναφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνάφους — ἄγναφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγναφα — ἄγναφος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγναπτος — ἄγναπτος, ον (Α) βλ. άγναφος … Dictionary of Greek
άγναφτος — η, ο βλ. άγναφος … Dictionary of Greek
αγναφόπετσο — και πέτσι, το το ατελώς κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγναφος + πετσί] … Dictionary of Greek
σιζεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγναφος» … Dictionary of Greek
ԱՆԹԱՓ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 14c ա. ἅγναφος, ἅγναπτος a fullone nondum purgatus, rudis ... Ոչ թափեալ ʼի բնիկ խաւոյ. չեւ լուացեալ ʼի թափչաց. նոր. անմաշ. *Ոչ ոք արկանէ կապերտ անթափ ʼի վերայ հնացեալ ձորձոյ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)